BIB(i) 26 ὁ (-) δὲ (But) Πέτρος (Peter) ἤγειρεν (lifted up) αὐτὸν (him), λέγων (saying), “Ἀνάστηθι (Rise up), καὶ (also) ἐγὼ (I) αὐτὸς (myself) ἄνθρωπός (a man) εἰμι (am).”